- κοαλεμος
- κοάλεμος(ᾱ) ὅ дурак, глупец Arph., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοάλεμος — κοάλεμος, ὁ (Α) ανόητος, ηλίθιος, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι… … Dictionary of Greek
κοάλεμος — κοά̱λεμος , κοάλεμος stupid fellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοαλέμου — κοᾱλέμου , κοάλεμος stupid fellow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοαλέμῳ — κοᾱλέμῳ , κοάλεμος stupid fellow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοάλεμοι — κοά̱λεμοι , κοάλεμος stupid fellow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοάλεμον — κοά̱λεμον , κοάλεμος stupid fellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)